φαγέντσα

φαγέντσα
η, Ν
βλ. φαγιάντσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαγέντσα — η βλ. φαγιάντσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγιάντσα — και φαγέντσα, η, Ν φαγιάνς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Faenza, πόλη τής Βόρειας Ιταλίας] …   Dictionary of Greek

  • φαγιάντσα — φαγιάντσα, η και φαγέντσα, η (λ. γαλλ.), είδος ή κομψοτέχνημα φαγεντιανό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”